- λευκοκύμων
- λευκοκύμων, -ον (Α)(για τη θάλασσα) λευκός από τον αφρό τών κυμάτων («λευκοκύμοσιν... ᾐόσιν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + -κύμων < κῦμα), πρβλ. πολυ-κύμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκοκύμοσι — λεῡκοκύμοσι , λευκοκύμων white with waves dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοκύμοσιν — λεῡκοκύμοσιν , λευκοκύμων white with waves dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)